- εθναπόστολος
- ο1. ο κήρυκας (απόστολος) των εθνικών δικαίων και ιδεωδών, αυτός που εργάζεται για το έθνος, στο εξωτερικό ιδίως: Ο εθναπόστολος Ρήγας Φεραίος.2. επώνυμο του απόστολου Παύλου, που κήρυξε το χριστιανισμό σε όλα τα έθνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.